- φιλολοιδόρως
- Αεπίρρ. βλ. φιλολοίδορος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλολοιδόρως — φιλολοίδορος fond of reviling adverbial φιλολοίδορος fond of reviling masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλολοίδορος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να λοιδορεί. επίρρ... φιλολοιδόρως Α με υβριστικό τρόπο, με βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λοίδορος «υβριστικός, χλευαστικός»] … Dictionary of Greek